- οξυμελίκρατον
- ὀξυμελίκρατον και ιων. τ. ὀξυμελίκρητον, τὸ (Α)το οξύ μελί.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + μελίκρατον «ποτό από μέλι και νερό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek